This is a pre-1923 historical reproduction that was curated for quality. Quality assurance was conducted on each of these books in an attempt to remove books with imperfections introduced by the digitization process. Though we have made best efforts - the books may have occasional errors that do not impede the reading experience. We believe this work is culturally important and have elected to bring the book back into print as part of our continuing commitment to the preservation of printed works worldwide.
Charles John Huffam Dickens (1812-1870) was a writer and social critic who created some of the world's best-known fictional characters and is regarded as the greatest novelist of the Victorian era. His works enjoyed unprecedented popularity during his lifetime, and by the twentieth century critics and scholars had recognised him as a literary genius. His novels and short stories enjoy lasting popularity.
Dickens left school to work in a factory when his father was incarcerated in a debtors' prison. Despite his lack of formal education, he edited a weekly journal for 20 years, wrote 15 novels, five novellas, hundreds of short stories and non-fiction articles, lectured and performed extensively, was an indefatigable letter writer, and campaigned vigorously for children's rights, education, and other social reforms.
Dickens was regarded as the literary colossus of his age. His 1843 novella, A Christmas Carol, remains popular and continues to inspire adaptations in every artistic genre. Oliver Twist and Great Expectations are also frequently adapted, and, like many of his novels, evoke images of early Victorian London. His 1859 novel, A Tale of Two Cities, set in London and Paris, is his best-known work of historical fiction. Dickens's creative genius has been praised by fellow writers—from Leo Tolstoy to George Orwell and G. K. Chesterton—for its realism, comedy, prose style, unique characterisations, and social criticism. On the other hand, Oscar Wilde, Henry James, and Virginia Woolf complained of a lack of psychological depth, loose writing, and a vein of saccharine sentimentalism. The term Dickensian is used to describe something that is reminiscent of Dickens and his writings, such as poor social conditions or comically repulsive characters.
On 8 June 1870, Dickens suffered another stroke at his home after a full day's work on Edwin Drood. He never regained consciousness, and the next day he died at Gad's Hill Place. Contrary to his wish to be buried at Rochester Cathedral "in an inexpensive, unostentatious, and strictly private manner," he was laid to rest in the Poets' Corner of Westminster Abbey. A printed epitaph circulated at the time of the funeral reads: "To the Memory of Charles Dickens (England's most popular author) who died at his residence, Higham, near Rochester, Kent, 9 June 1870, aged 58 years. He was a sympathiser with the poor, the suffering, and the oppressed; and by his death, one of England's greatest writers is lost to the world." His last words were: "On the ground", in response to his sister-in-law Georgina's request that he lie down.
Το μεγαλειώδες χάρισμα της ειρωνείας που κρύβει λάμψη ψυχής!
Η ζοφερή διαθήκη της απόλυτης λογοτεχνίας γραμμένη απο τον ισχυρότερο μυθιστοστοριογράφο του 19ου αιώνα, κατακτάει όλους εμάς. Τους αναγνώστες. Τους απόλυτους κληρονόμους μιας ατόφιας περιουσίας που διαμορφώνει και στηρίζει σκέψεις και αξίες αιώνιες και απαρασάλευτες.
Βικτωριανή παράκρουση,φαντασμαγορία και κατάντια του Λονδίνου, το όραμα της Αγγλίας, ο λαβύρινθος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων,των ατομικών συνθηκών, δοσμένα με ανθρωπολογικό περιεχόμενο που φέρνει τρόμο. Μπορεί να καταστραφεί; Μπορεί να λυτρώσει;Μπορεί να ανασυσταθεί η κοινωνία που σαπίζει απο τη διπροσωπία του νόμου και τα ταξικά στερεότυπα;
Κοινωνικός ρεαλισμός και ρομαντικά στοιχεία σε απόλυτη ταύτιση. Αφήγηση που απογειώνει, καταρρακώνει. Ατμόσφαιρα και αίσθηση μυστηρίου. Αναπάντεχες συμπτώσεις. Απρόσμενα κοινές μοίρες και οικουμενικά δράματα τόσο κοινά στον αναγνώστη που σοκάρουν. Τόσο σοκαριστικά που μόνο η μεγάλη τέχνη κατέχει και διαχειρίζεται.
Μέσα σε μια ιστορία εποχής περιπλέκονται και εξελίσσονται πολλές άλλες ιστορίες, πρόσωπα και καταστάσεις που όλα μαζί τόσο ξεχωριστά και τόσο ειρωνικά σχετικά μεταξύ τους ισχυροποιούν τη βασική υπόθεση και σε κατακτούν.
Λάτρεψα τον Ντίκενς για το βασικότερο γνώρισμα στον Ζοφερό Οίκο, την ειρωνεία του. Τη λατρεμένη ειρωνεία του για όλες τις εκφάνσεις των κοινωνικών ηθών και της παρακμής της Βικτωριανής Αγγλίας.
Λατρεμένος και αριστουργηματικός είρωνας,στηλιτεύει το δικαστικό σύστημα της εποχής. Ξεγυμνώνει τις προκαταλήψεις,τα στερεότυπα,τον πουριτανισμό,τη σεμνοτυφία, την ανάγκη της επιβίωσης που εφιαλτικά τυφλώνει και υποτιμάται.
Μια αρχαϊκή κοινωνία που κρύβεται απο την εξέλιξη και την επανάσταση και παραμένει κομμένη στα κλασσικά πρότυπα που φτάνουν ως σήμερα. Η αριστοκρατία στην ονειρεμένη της φούσκα πλήττει απο ανία και υποφέρει απο την «ζοφερή πολυτέλεια της αδράνειας» και ο λαός πνίγεται στην πνευματική και υλική ένδεια χωρίς πυξίδα, χωρίς σωτήρες, χωρίς ελπίδες.
Ο Ζοφερός οίκος εξελίσσεται σε δυο διαπλεκόμενες αφηγήσεις. Η μία αφορά τη ζωή της βασικής ηρωίδας Έστερ Σάμερσον και η άλλη την χιλιόχρονη δικαστική διαμάχη «Τζαρννταϊς και Τζάρννταϊς» ειπωμένη απο έναν αφηγητή με πολυπραγμοσύνη.
Εμπλέκονται και σπονδυλωτά αναπτύσσονται δεκάδες ήρωες και καταστάσεις. Άλλοι φαινομενικά άσχετοι, άλλοι σοκαριστικά ύποπτοι,άλλοι μοιραία εμπλεκόμενοι, άλλοι πλούσιοι, άλλοι φτωχοί, άλλοι απάνθρωποι και μισητοί και άλλοι υπερβολικά καλόκαρδοι και συμπονετικοί. Πλέκεται με απόλυτο σαρκασμό το γαϊτανάκι του Ζοφερού οίκου, της ζοφερής κοινωνίας. Εξαιρετικά σύνθετη αρχικά η διαπλοκή των χαρακτήρων σιγά σιγά ξεδιπλώνεται και γίνεται απόλυτα κατανοητή.
Συναρπαστική μεθοδολογία γραφής, εξιστόρησης,απεικόνισης όλων των ειδών της ανθρώπινης φύσης σε όλες τις διαβαθμίσεις της.
«Όσο κακός κι αν είν’ ο διάβολος ντυμένος με ρούχα εργάτη ή αγρότη (και μπορεί να είναι πολύ κακός και με τα δύο), είναι ακόμα πιο πανούργος, πιο άσπλαχνος και πιο απαράδεκτος απ’ όσο σε οποιαδήποτε άλλη μορφή όταν στερεώνει μια καρφίτσα στο πουκάμισό του, όταν αποκαλεί τον εαυτό του τζέντλεμαν…».
Το βιβλίο καταγίνεται με το νομικό σύστημα, τις οικονομικές ανισότητες,τις κοινωνικές ιεραρχίες και φυσικά με τον τραγικό έρωτα. Κύριο μέλημα του συγγραφέα να μας μεταφέρει το βάρος του «χρέους». Και το καθήκον μας για την εξόφληση του.
Το οικονομικό χρέος, το διαπροσωπικό,το οικογενειακό, το ερωτικό και αμαρτωλό. Αυτό το τελευταίο είναι άμεσα εξοφλητέο.
Μας καλεί έμμεσα στην προσωπική επανάσταση. Δεν μασάει τα λόγια του. Δεν γράφει πολιτικά, δημιουργεί λογοτεχνικά ερείσματα. Δεν παίρνει θέση. Είναι ένας λογικός αναμορφωτής. Μας επαναφέρει στην υποκειμενικότητα και στην απόλυτη εσωτερικότητα. Τα λεει, τα καταδεικνύει ολόγυμνα με την κραταιά τέχνη του λόγου του.
«...ούτε μια άγνοια, ούτε μια αμαρτία, ούτε μια κτηνωδία που έχει διαπράξει, που να μην εκδικείται κάθε κοινωνική τάξη, από τους αλαζονικότερους των αλαζόνων και τους ευγενεστέρους των ευγενών. Με τη σαπίλα, το πλιάτσικο και την καταστροφή, το Τομ παίρνει αληθινά την εκδίκησή του».
Μετωπική σύγκρουση βούλησης; Έπος; Τραγωδία; Ορμέμφυτες ηθικές επιταγές; Όλα αυτά υποστηρίζουν αυτή την αναγνωστική απόλαυση.
Ανεκδοτάκι που συνήθιζε να λέει ο πατέρας μου: «Ήταν ένας δικηγόρος, έκανε και το παιδί του δικηγόρο γιατί ως γνωστόν στην Ελλάδα τα πάντα κληρονομούνται. Έρχεται η εποχή που το παιδί παίρνει το πτυχίο του, πάει στο γραφείο του μπαμπά, αναλαμβάνει και την πρώτη υπόθεση. Παιδί χαρά γεμάτο, εισβάλλει στο γραφείο για να κάνει τον πατέρα χαρούμενο: ‘μπαμπά, εκείνη την υπόθεση που τόσα χρόνια δεν είχες καταφέρει να τελειώσεις, εγώ την κατάφερα. Τελείωσε’. Καθόλου περιχαρής ο πατέρας, του ρίχνει δυο φάσκελα και του λέει: «βρε βλαμένο εγώ με αυτή την υπόθεση τόσα χρόνια σε μεγάλωσα και σε σπούδασα κι εσύ πήγες και την έκλεισες». Ε! λοιπόν κάπως έτσι είναι και η περίφημη υπόθεση Τζάρνταις και Τζάρνταις που περιγράφει ο Ντίκενς στον «Ζοφερό Οίκο» του, μια νομική υπόθεση που έχει πνιγεί από τη χαρτούρα, τους διάδικους και τους δικαστές και που απομυζά σαν άλλος Δράκουλας τη ζωή των ανθρώπων που εμπλέκονται σε αυτήν. Οι διάφοροι κριτικοί λένε πως με αυτό το βιβλίο ο Ντίκενς ήθελε να στυλιτεύσει το νομικό σύστημα της Αγγλίας του 19ου αιώνα. Ποιος ξέρει; Μπορεί να είναι και έτσι… προσωπικά, άλλα πράγματα είδα πιο πολύ σ’αυτό το βιβλίο… Πολυπρόσωπος και πολυσέλιδος, ο «Ζοφερός Οίκος» κυκλοφόρησε σε συνέχειες στην εφημερίδα μέχρι να γίνει το δίτομο βιβλίο που διάβασα και γι’αυτό μην ξανακούσω για ποιοτική και μη λογοτεχνία με βάση το είδος του χαρτιού, το εικαστικό του εξωφύλλου και την ακριβή βιβλιοδεσία… Στην αρχή, και όχι μόνο στην αρχή, το βιβλίο είναι ολίγον χαοτικό με όλα αυτά τα ονόματα που μπαίνουν στο παιχνίδι και που μοιάζουν να μην έχουν καμία σχέση μεταξύ τους… η πλοκή κυλάει αργά, χάνεται ώρες – ώρες σε δαιδαλώδεις διαδρόμους (όπως ακριβώς και η δικαστική υπόθεση) και κάποιες στιγμές τρέχει σαν τρελή, ιδίως στο δεύτερο τόμο, όπου το ένα γεγονός διαδέχεται το άλλο… Απ’όλα έχει ο μπαξές, κοινωνική κριτική, ανατομία ανθρώπινων σχέσεων, πολιτική σάτιρα, επιστημονική μελλοντολογία (βλέπε σιδηρόδρομος και μεταλλοβιομηχανία), ενδοοικογενειακή βία, αστυνομικό δαιμόνιο (ο Μπάκετ ώρες – ώρες μου φάνηκε ο πρόδρομος του Πουαρό), ξεπεσμό της αριστοκρατίας, συμβολισμούς (Ανατολικός άνεμος και Στοιχειωμένο μονοπάτι), περιγραφές μιας απίστευτης βικτωριανής Αγγλίας. Αν κάτι λάτρεψα ήταν το ειρωνικό και καυστικό ύφος του Ντίκενς που εμφανιζόταν ξαφνικά στις πιο απρόσμενες σκηνές… Οι Κουνλ, Ντουνλ, Φουνλ, ο Τερβιντροπ και η Πρέπουσα Συμπεριφορά του, ο γέρο Σνάγκσμπι πάνω στον ιδιότυπο θρόνο του, η μάνα της Κάντι με την ατελείωτη αλληλογραφία της με τις αφρικάνικες φυτείες του καφέ… Εάν ήμουν καθηγητής λογοτεχνίας σίγουρα δεν θα έμενα από δουλειά γιατί θα είχα μπόλικα πράγματα να συζητάω για μια ζωή με τους κακόμοιρους τους μαθητές μου κάνοντας το βιβλίο φύλλο και φτερό και ανακαλύπτοντας σε κάθε πρόταση κι ένα θέμα συζήτησης… επειδή όμως δεν είμαι ούτε καθηγητής ούτε κριτικός παρά ένα ταπεινό σκορόφιδο, σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης αναρωτιόμουν πόσα αστέρια θα έβαζα στο goodreads (εμμονή κι αυτή ε;) Στην αρχή, το βιβλίο δεν με τραβούσε με τίποτα (γαμώ κι ο Ντίκενς κι ο γρύλος του μονολογούσα), ύστερα πεταγόντουσαν κάποιες σελίδες κι αναφωνούσα (oh my God! This is litterature…) κι ύστερα ξανάπεφτα σε μια χειμερία νάρκη μέχρι να εμφανιστεί και πάλι μια σκηνή να με αφυπνίσει… Τρενάκι του λούνα παρκ ήταν η ανάγνωση για μένα, σημεία που λάτρεψα, σημεία που βαρέθηκα, σημεία που βρήκα άνευ λόγου και ουσίας… Χωρίς να αμφισβητώ το μεγαλείο του συγγραφέως, λυπάμαι αλλά δεν δύναμαι να του χαρίσω το πεντάστερό μου (ποσώς τον ενδιαφέρει τον Ντίκενς εκεί που βρίσκεται) κι έτσι του χαρίζω το τετράστερο (το οποίο ομολογώ πως πάλεψα για να μην κατέβει και γίνει τριάστερο)… Υ.Γ. Έχω μεγάλη απορία πως είναι στο πρωτότυπο εκείνη η αναφώνηση της Έστερ κάθε λίγο και λιγάκι «κηδεμόνα μου» και «κηδεμόνα μου»… Ποιος νορμάλ άνθρωπος είναι δυνατόν να αποκαλεί κάποιον άλλον «κηδεμόνα μου»;… ιδίως όταν υπάρχει και η περίπτωση του επικείμενου γάμου… Υ.Γ. 2 Προσωπικά, θεώρησα το βιβλίο περισσότερο ως κριτική επί της θέσης της γυναίκας (σχέσεις εκτός γάμου, κράξιμο, νόθα παιδιά) (άκρως φεμινιστής εδώ ο Ντίκενς) παρά ως κριτική του δικαστικού συστήματος Υ.Γ. 3 Ερώτηση προς μεταφράστρια: Γιατί μεταφράζεται ο τίτλος ως «ο Ζο��ερός Οίκος» αλλά στο εσωτερικό υπάρχει παντού «Μπλικ Χάουζ» και «Μπλικ Χάουζ»; Υ.Γ. 4 Εάν πρέπει σε κάθε βιβλίο να συμπαθήσεις κι έναν ήρωα για να μην σου πουν πως ούτε τ’άντερά σου δεν αντέχεις, πέρα από τον προφανές γιατρό, ήταν μαγεία ο λόρδος – βαρονέτος δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο σερ Ντέντλοκ με την ποδάγρα του… Η καλύτερη παράγραφος όλου του βιβλίου όταν βρίσκεται ξαπλωμένος στο κρεβάτι του πόνου ατενίζοντας τη μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά στους κάμπους πέφτει χιόνι αναμένοντας την καλή του…
Είδα πολλές φορές τελευταία πολύ κόσμο να λέει ότι βαρέθηκε με το βιβλίο αυτό. Μπορώ και δεν μπορώ να το καταλάβω (με μια ταση να μην μπορώ), αλλά προσωπικά το βρήκα εξαιρετικό, γνήσιο δείγμα του ταλέντου του Ντίκενς. Χιούμορ και σάτιρα στα καλύτερά της σε συνδυασμό με την άρτια καταθλιπτική ατμόσφαιρα του Λονδίνου και πολλή κριτική στους δικηγόρους, τα δικαστήρια και το νομικό σύστημα (!).
Το αγαπημένο μου βέβαια είναι οι χαρακτήρες. Ο Ντίκενς κάνει αυτό που όσους χαρακτήρες και να έχει το βιβλίο του (και αυτό, εν μέρει λόγω όγκου, έχει πολλούς) όλοι συνδέονται με κάποιον τρόπο μεταξύ τους και δένουν την πλοκή. Επίσης εδώ τους παρουσιάζει έναν έναν και τους αναπτύσσει χωριστά ενώ ταυτόχρονα πλάθει την υπόθεση του.
Πώς βαριέται κάποιος τον Ντίκενς δεν ξέρω, αλλά εγώ το ρουφηξα και το απόλαυσα από την πρώτη λέξη μέχρι την τελευταία τελεία.
Δεν έχω ξαναδιαβάσει βιβλίο που να περικλείει τόσα είδη μυθιστορήματος. Ο Ζοφερός Οίκος είναι αριστούργημα, μεταξύ άλλων κι επειδή γράφτηκε το 1852, αποτελώντας ένα από τα πρώτα εν μέρει αστυνομικά μυθιστορήματα, καταφέρνοντας να μείνει πιστό στο ρομαντισμό αλλά σπάζοντας ταυτόχρονα τα καλούπια του. Ο Ντίκενς δημιούργησε αξέχαστους χαρακτήρες, που προκαλούν συμπάθεια, αντιπάθεια, συγκίνηση και γέλιο. Η παρατηρητικότητα και η οξυδέρκειά του δεν λείπουν ούτε σε μία από τις 1400 σελίδες αυτού του έπους, και μακάρι να είχε γράψει άλλες τόσες για να μπορούμε να περπατάμε λίγο ακόμα στους ομιχλώδεις δρόμους των αγγλικών προαστίων μαζί με τους ήρωές τους.
Το ότι είχε τον ατελείωτο, τον είχε! Αλλά το τελείωσα! Και μου άρεσε! Εγώ και το νομικό/δικαστικό σύστημα (οποιασδήποτε χώρας και εποχής), το οποίο ο Ντίκενς εδώ κριτικάρει και υποτίθεται πως είναι το κεντρικό στοιχείο του βιβλίου, δεν έχουμε σχέσεις και δεν με ενδιέφερε ιδιαίτερα είναι η αλήθεια. Μου άρεσε όμως για όλα τα υπόλοιπα θέματα με τα οποία καταπιάνεται!(και ήταν αρκετά!)
Ήταν ειρωνικό και σαρκαστικό και αστείο και τρυφερό και μυστηριώδες και εξοργιστικό ταυτόχρονα με μια καταθλιπτική και μελαγχολική ατμόσφαιρα. Ήταν και λίγο αργό σε σημεία, κάπου έπεφταν οι ρυθμοί του κάτι που το λες και λογικό σε ένα βιβλίο τέτοιας μεγάλης έκτασης το οποίο μάλιστα κυκλοφόρησε αρχικώς σε συνέχειες* και όχι όπως το διαβάζουμε σήμερα!
Περισσότερο απ' όλα όμως μου άρεσαν οι χαρακτήρες και η ποικιλία αυτών. Από την πάντα καλοσυνάτη, αφοσιωμένη και μετριόφρων μέχρι αηδίας Έσθερ, τον γενναιόδωρο με όλους όσους νοιάζεται κύριο Τζάρννταϊς, την γλυκιά Έιντα, την Κάντι Τζέλιμπι και την φιλάνθρωπο αλλά παραμελητική μαμά της, μέχρι την μυστηριώδη Λαίδη Ντέντλοκ, τον επικίνδυνο δικηγόρο κύριο Τάλκινγκχορν και τον χειρότερο απ'όλους κατ'εμέ τον Σκίμπολ και πολλούς άλλους (γιατί ναι παίζουν πολλά ονόματα!)
Παρά το μέγεθος του, τον χρόνο που μου πήρε να το τελειώσω (διάβαζα κι άλλα ταυτόχρονα αλλά αυτό νομίζω με κάποιο τρόπο βοήθησε) και τα κάπως αργά του σημεία, το διάβασα ευχάριστα και άξιζε το όλο χρόνο που του αφιέρωσα!
*Είδα πρόσφατα ένα βίντεο με μια συζήτηση/συνέντευξη με τον Neil Gaiman και τον David Mitchell όπου σε κάποια φάση μιλούσαν ακριβώς γι'αυτά τα μυθιστορήματα που εκδίδονταν σε συνέχειες(αν θυμάμαι καλά μάλιστα ανέφεραν και τον Ζοφερό Οίκο) συγκρίνοντας τα με τα κομικ, ένα σχόλιο που βρήκα ενδιαφέρον!
ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΌ. ΕΠΟΣ. ΑΡΙΣΤΟΎΡΓΗΜΑ. Γενικα ό.τι και να πω για αυτό το βιβλίο θα είναι λίγο. Αξίζει κάθε δευτερόλεπτο που θα του αφιερώσετε. Δεν έχω να πω κάτι άλλο. ΔΙΑΒΆΣΤΕ ΤΟ!
(Όσοι το διαβάσετε αξίζει να δείτε την μεταφορά του στην μικρή οθόνη από το BBC.)
Μυθιστόρημα που δημοσιεύθηκε σε 20 συνέχειες, έχει πολλούς χαρακτήρες και αρκετές δευτερεύουσες πλοκές. Αφηγήτρια είναι εν μέρει η ηρωίδα του μυθιστορήματος Έστερ Σάμερσον και… ο ίδιος ο Ντίκενς στο ρόλο του παντογνώστη αφηγητή. Στο κέντρο του Ζοφερού Οίκου βρίσκεται η Τζάρνταϊς και Τζάρνταϊς, η πιο μακροχρόνια, απελπιστική και εξοντωτική εκκρεμοδικία όλων των εποχών (στο σύμπαν του βιβλίου, φυσικά), μια εξαιρετικά μακροχρόνια δικαστική διαμάχη στο Δικαστήριο του Τσάνσερι, αποτέλεσμα της σύνταξης πολλών διαθηκών από τον ίδιο κληροδότη, υπόθεση που όπως αποκαλύπτει ο ίδιος ο συγγραφέας στον πρόλογο της πρώτης έκδοσης του 1853, βασίζεται σε πολλές πραγματικές υποθέσεις. Ισχύει ότι σε πραγματική αντίστοιχη δικαστική υπόθεση, διαθήκη που αναγνώστηκε το 1797 αμφισβητήθηκε και επικυρώθηκε το… 1859. Ο Ζοφερός Οϊκος, (Bleak House) μολονότι αποτελεί σάτιρα και επικρίθηκε ως υπερβολή, ωστόσο συνέβαλλε τα μάλα στη μεταρρύθμιση του αγγλικού δικαστικού συστήματος, οδηγώντας στη θέσπιση μιας σειράς μεταρρυθμίσεων στη δεκαετία του 1870.
Αφήνοντας κατά μέρος την πλοκή (κύρια και δευτερεούσες), θα πω ότι ο Ντίκενς ήταν πραγματικά μπροστά από την εποχή του. Με την εκκρεμοδικία να υπάρχει πάντα στο βάθος, ορατή, υπαρκτή αλλά μέχρις ενός σημείου δευτερεύουσα ως αντικείμενο της ιστορίας, δίνεται η ευκαιρία στο συγγραφέα να εκφράσει το βαθιά ανθρωπιστικό πνεύμα του, ξένο σχεδόν στην εποχή του, να στηλιτεύσει πληθώρα κακώς κειμένων και συχνά να ανεβάσει τη θερμοκρασία με το βιτριολικό του χιούμορ και με ειρωνεία στα όρια του τσεκουράτου σαρκασμού. Από την κοφτερή του πένα δε γλιτώνουν ούτε καν οι αυτόκλητοι σωτήρες μιας μακρινής και ομιχλώδους Αφρικής που δεν μπορούν καν να βάλουν τάξη στο ίδιο τους το σπίτι, οι σιχαμεροί τοκογλύφοι, η αδράνεια του δικαστικού συστήματος που εξοντώνει τους διαδίκους, οι δικηγόροι που καρπώνονται τα οφέλη αυτής της αδράνειας, ακόμη και οι παντελώς άχρηστοι κύριοι των οποίων η «καθώς πρέπει» συμπεριφορά είναι το μοναδικό προσόν τους και όχημα για να επιβιώσουν (και συχνά να την περάσουν ζάχαρη) σε ένα κόσμο γεμάτο φτώχεια, αδικία, εκμετάλλευση, αρρώστια και θάνατο.
Στο πρώτο μέρος, όπως τα χώρισε ο Gutenberg, γνωρίζουμε τους βασικούς πρωταγωνιστές (μεταξύ άλλων και την σε ρόλο αφηγήτριας έκθετη Έστερ, της οποίας την κηδεμονία αναλαμβάνει ένας από τους βασικούς διάδικους της καταραμένης υπόθεσης), τον Τζαρνντάις (ο εν λόγω διάδικος), τον νομομαθή κύριο Γκάμπι (ερωτευμένο με την δίδα Έστερ), τον Τζο που γυρίζει στους δρόμους χωρίς να έχει πολλά να κάνει... αλλά έχοντας πολλά να δει, τον αθώο και γελοίο Ρϊτσαρντ (άτομο εμφανώς με καραμπινάτη διάσπαση προσοχής) κηδεμονευόμενο επίσης του Τζαρντάις που αλλάζει τις μαθητείες πιο συχνά από τα πουκάμισα, την γλυκιά και όμορφη Έιντα (μνηστή του Ρίτσαρντ), η οποία εκτός του ότι αποτελεί την αγαπημένη της Εστέρ, μέχρι τα μισά του δρόμου δεν έχει κάνει κάτι αξιοσημείωτο. Αυτούς πλαισιώνουν πολλοί ολοζώντανοι και τρισδιάστατοι χαρακτήρες, όλοι με τα ελαττώματα και τις αρετές τους (όπως η παραφρονεμένη κυριούλα που είναι διαρκώς παρούσα στα δικαστήρια και μάρτυς σε πολλά γεγονότα), δημιουργώντας έναν πολύχρωμο και παλλόμενο από ζωή και συναίσθημα καμβά πάνω στον οποίο ο Ντίκενς ζωγραφίζει την εποχή του και τις αδυναμίες της, χωρίς να ξεχνά να δίνει δραματικούς τόνους με αποκαλύψεις πάνω στην πλοκή και διασυνδέσεις -αρχικά αφανείς- των χαρακτήρων.
Ο Ντικενς κατά φέρνει να φτιάξει ένα μωσαικο των ανθρώπων της εποχής του. Και παρολο που είναι καμποσοι, είναι τοσο αξιομνημόνευτοι και χαρακτηριστικοί, με τις συνήθειες τους, τα προβλήματα τους, μερος του κόσμου τους αλλα και της ευρύτερης κοινωνίας. Στο επίκεντρο βρίσκεται η υπόθεση Τζάρνταις που τραβάει σε μάκρος εδώ και πολλά χρόνια και αποδεικνύει με τον καλύτερο τροπο την διάβρωση και την εξαθλίωση που προκάλεσε στους προγόνους αλλα και στους απόγονους αυτής της οικογένειας. Περα από χρηματική άποψη, εφθειρε ηθικα και ψυχολογικα. Όπως και την δεσποινίδα Φλάιτ και τα πτηνα της που τους έχει δώσει τα ονόματα ολων αυτών που έχασε τοσα χρόνια περιμένοντας τον Αρχιδικαστη να αποφασισει και θα τα απλευθερωσει παρα μονο όταν ακουστει η τελικη απόφαση από τα χείλη του.
Και ειλικρινα θα επρεπε να γράψω πολλές σελιδες για να παρουσιάσω ολους τους χαρακτήρες με τα καμώματα τους , αλλοτε τραγικα κι αλλοτε αστεια και γνωριμα όπως μονο ο Ντίκενς ξερει να τα παρουσιαζει από την φυσιογνωμία, τις κινήσεις, μεχρι και τον εσωτερικό κοσμο που εκδηλώνονται και περιγραφονται με συνοχη. Για παράδειγμα ο κύριος Τζάρνταις οποτε ταραζεται και συγχύζεται ρίχνει το φταίξιμο στον ανατολικό άνεμο ώστε να δικαιολογήσει τις μικρε΄ς του εντάσεις και να κρατησει τα πραγματα σε ταξη). Οι τοσο άσχετοι φαινομενικα χαρακτήρες όπως μας παρουσιαζονται, κατά καποιο μικρότερο ή μεγαλύτερο ποσοστο συνδέονται με την πρωταγωνίστρια μας την Εσθερ που είναι και η αφηγήτρια μας και τον κηδεμόνα της κ. Τζάρνταις. Τα κομμάτια όμως του παζλ μπαίνουν αργα και μεθοδικα στην θεση τους, και με ένα πολύ ρεαλιστικό τροπο καθώς δεν συναντάμε πουθενά ευκολίες και ‘’σεναριακες τρύπες’’.
Όμως παρότι θαύμασα τον τρόπο που ξεδιπλώνονται ολες οι πλοκές και σιγα σιγα αρχίζουν να συνδέονται αφήνοντας σε με το στόμα ανοιχτό, αυτό το βιβλίο το ξεχωρίζω για τους χαρακτήρες του και δη τους γυναικείους. Ο Ντίκενς δημιουργεί ανεπανάληπτες,σ ύνθετες και γοητευτικές φιγούρες βρισκομενες διάσπαρτες σε ολο το κοινωνικό και ηθικό φάσμα. Όμως σε ένα τοσο ζοφερο-γενικά μιλώντας- περιβάλλον η Εσθερ( που είναι υπέροχα queer) μοιάζει να βρίσκεται στον αντίποδα ακόμα κι αν τοεπιβάλλει στον εαυτό της. Δεν είναι οι λίγες οι φορές που μονολογεί και υποχρεώνει τον εαυτό της να είναι χαρουμενος και ευγνώμων υποδηλώνοντας καποιου είδους παθολογία σχετική με την ανατροφή της.
Όχι ότι δεν της συνέβησαν καλά πράγματα αλλα ο τρόπος που συμπεριφέρεται στον εαυτό της, σε βάζει σε σκέψεις. Όμως η Εσθερ εμπνέεται από τις γυναίκες γύρω της και επιθυμεί να βελτιώσει τον εαυτο της. Υπάρχει μια ανομολόγητη και διάχυτη αίσθηση ομοερωτισμού αλλα και κατανόησης , αλληλεγγύης και τρυφερότητας στον τροπο που συνδέονται οι γυναίκες μεταξύ τους, Ειτε πρόκειται για την ανυστερόβουλη και πολύ έντονη αγαπη της Εσθερ για την Ειντα με πλειστες φυσικές εκδηλώσεις, ειτε για τις δύο φτωχές γυναίκες που συμπαραστεκονται η μια στην άλλη όταν χανει η μια το παιδι της, ειτε για την Λαιδη Ντεντλοκ και την Γαλλίδα καμαριέρα της που εκδηλώνει την ζήλια της παθιασμένα φτανοντας στο απολυτο ακρο όταν θα αντικατασταθει από την νεότερη και ομορφοτερη Ροζα. (Ένα μοτίβο τοσο παλιο που το συνανταμε και παλι στην πρωτύτερα εκδοθείσα Καρμιλα του Λε Φανυ και από εκεί και περα σχεδόν παντού). Και φυσικά δεν μπορώ να ξεχάσω την δυναμική, εξυπνη και αποφασιστική κυρια Μπάγκνετ που είναι ετοιμη να δώσει τα πάντα για τα παιδια και τον αντρα της του οποιου παντοτε τις αποψεις εκφραζει εκείνη και ποτε εκεινος (γιατι φυσικα την σεβεται και την θαυμάζει απεριοριστα για το μυαλό και τις αρετες της και ξερει ακριβως ποια είναι η γνωμη του και την εμπιστεύεται αλλα ποτε δεν το λεει γιατι πρεπει να διατηρείται η πειθαρχια) Παρτε ως παραδειγμα ότι σας περιεγραψα για να δειτε με ποσες λεπτες ισορροπιες ντυνει τις σχεσεις των χαρακτήρων του ο μέγιστος Ντίκενς. Αυτό που ξεχωρίζει το συγκεκριμένο βιβλίο είναι ότι δεν φτιαχνει χαρακτήρες. Είναι σαν να τους μεταφερει από την πραγματικότητα στο χαρτί χωρίς να χάσουν ουτε ένα χιλιοστο της συνθετότητας τους για χαρη της πλοκής. Αξιζει να διαβαστεί χωρίς να βιαστειτε καθόλου.Οι υποθέσεις θα κλείσουν σιγα σιγα αλλοτε ομορφα και άλλοτε άσχημα και στις περισσότερες περιπτώσεις η ‘’μοιρα’’ και οι προσωπικες επιλογες μπερδεύονται δημιουργικα, μα έτσι γίνεται και στην πραγματικοτητα οποτε απολαυστε το ταξιδι.
Προς θεού ο βαθμός δεν αντικατοπτρίζει τη συγγραφική δεινότητα του Ντίκενς, τουναντίον για 5αρι πήγαινε αλλά κάπου μου τα χάλασε.
Ξεκινά τόσο ατμοσφαιρικά περιγράφοντας το μουντό καιρό του Λονδίνου, με τις κατάλευκες νύχτες κ μέρες λόγω ομίχλης. Σε προετοιμάζει για ζοφερούς κόσμους κ εποχές.
Τα θέματα που πραγματεύεται πολλά όπως η δικαιοσύνη, ο νόμος, η διεφθαρμένη κοινωνία, η εκμετάλλευση, οποιαδήποτε έκφανση δολιοφθοράς, αλλά κ οικονομικές κ κοινωνικές ανισότητες.
Μία δικαστική υπόθεση λιμνάζει εδώ κ χρόνια στο δικαστήριο του Τσάνσερι, η υπόθεση Τζάρνταϊς και Τζάρνταϊς η οποία επιφέρει επιπτώσεις στη ζωή των εμπλεκομένων. Σε όλο το κείμενο διαφαίνεται η επίκριση κ η επίθεση του Ντίκενς στο δικαστικό σύστημα. Εκείνη την εποχή, όπως κ σήμερα άλλωστε ήταν χαρακτηριστικές οι κωλυσιεργίες στις υποθέσεις, ειδικά όταν πρόκειται για διαθήκες κ καταπιστεύματα.
Πάμε τώρα στους ήρωες. Πολλά ονόματα, πολλές ιδιότητες. Εδώ λοιπόν, φαίνεται η εξαιρετική γραφή του Ντίκενς κ παράλληλα η οξύνοιά του αφού καταφέρνει να συνδυάσει τόσα όνοματα κ τόσες ιστορίες, να τις κεντήσει αριστοτεχνικά κ να καταλήξει σε ένα έργο τέχνης! Παρόλο που υπάρχουν βασικοί πρωταγωνιστές κ κομπάρσοι, μου φαίνονταν όλοι ίδιοι. Τι εννοώ; Δεν μου έβγαζαν κάποιο συναίσθημα, η περιγραφή τους κ η σκιαγράφησή τους ήταν επιφανειακή. Δεν μου έβγαλαν έντονα συναισθήματα. Λειτουργούσαν ως μαριονέτες. Όλα περιστρέφονταν από τη δική τους ηρεμία κ αγάπη.
To βλέπεις τεράστιο και αναβάλλεις την ανάγνωση, κι όταν το ξεκινήσεις τελειώνει πριν καν το καταλάβεις. Εξαιρετικός Ντίκενς και εξαιρετική μετάφραση (μετάφραση άθλος, που διατήρησε την ιδιαιτερότητα του ύφους του Ντίκενς).
O Zoφερός Οίκος είναι ένα αριστούργημα που όσοι και όσες ψάχνουν μια καλή ιστορία να διαβάσουν, θα το λατρέψουν. Κάτι που ξεκινά ως πολιτικό/κοινωνικό δράμα καταλήγει αστυνομικό μυθιστόρημα διατηρώντας σε όλη του την έκταση την σάτυρά του σε πρόσωπα και καταστάσεις.
Το βασικό θέμα του κειμένου είναι η εκδίκαση μιας κληρονομιάς την οποία διεκδικούν 3 ορφανά η Εστέρ, η Έιντα και ο Ρίτσαρντ. Η εκδίκαασή της διαρκεί δεκαετίες, το δικαστικό σύστημα είναι ανίκανο να φτάσει σε μία απόφαση και αυτό γίνεται ο λόγος που χρησιμοποιεί ο Ντίκενς για να κριτικάρει την εξουσία και γενικότερα την Βικτωριανή Αγγλία. Τα γεγονότα ξετυλίγονται μέσω 2 αφηγήσεων. Του παντογνώστη αφηγητή, μέσω του οποίου μαθαίνουμε την έκβαση της υπόθεσης και για τον Οίκο των Ντέντλοκ, μια μεγάλη οικογένεια ευγενών, και μέσω των αναμνήσεων της Έστερ, μιας εκ των τριών κληρονόμων. Η υπόθεση, οι Ντέντλοκ και οι προσωπικές εμπειρίες της Έστερ ξεκινάνε ως τρεις παράλληλες ιστορίες φαινομενικά άσχετες μεταξύ τους, που από ένα σημείο και έπειτα περιπλέκονται και τα γεγονότα δίνουν μια ταχύτατη ροή σε κάθε κεφάλαιο με συνεχόμενες εκπλήξεις και ανατροπές.
Μέσω των χαρακτήρων βλέπουμε ένα Λονδίνο (την Μητρόπολη του τότε Κόσμου) πολιτικά και κοινωνικά ανίκανο να προσφέρει το οτιδήποτε στους πολίτες του. Η ομίχλη γίνεται από την πρώτη σελίδα εργαλείο που εκτός από τους δρόμους και τα κτήρια, καλύπτει και τις ψυχές των ανθρώπων επηρεάζοντας κάθε τους πράξη.
Έτσι το Λονδίνο της Βικτωριανής εποχής φαίνεται να κρατάει υποκείμενα δέσμια θεσμών, ηθών, παράλογων νόμων και τίτλων ευγενείας, προωθώντας έτσι το κυνήγι μιας αυταπάτης η οποία λειτουργεί ως καθρέφτης για να εξασφαλιστεί από τα ίδια τα υποκείμενα μια ταυτότητα και μέσω αυτής μια εσωτερική γαλήνη. Βασικοί πρωταγωνιστές του κειμένου ειναι η αυταπάτη της εξουσίας, ο παραλογισμός της λειτουργίας ενός συστήματος που μετά την έκδοση και την ευρεία αποδοχή του έργου οδήγησε στην αναδιάρθρωση του Δικαστικού συστήματος και η εξουσία της αυταπάτης που δείχνει πεντακάθαρα πως άνθρωποι καταλήγουν μαριονέτες πλήρως παραδωμένοι σε παράλογα όνειρα μόνο και μόνο για να βρουν ένα νόημα στη ζωή τους.
Ο Ζοφερός Οίκος πρωτοεκδόθηκε μέσω εφημερίδας σε 20 συνέχειες. Η αίσθηση που είχε κάνει στην κοινωνία του Λονδίνου ήταν τέτοια όπου φτωχοί μάζευαν ο,τι είχαν ώστε να μπορέσουν να αγοράσουν το μηνιαίο φύλλο της εφημερίδας και έπειτα έβρισκαν κάποιον που ήξερε να διαβάζει ώστε να μάθουν την συνέχεια της ιστορίας. Έτσι, κάθε μήνα είχαμε αυτοσχέδιες δημόσιες αναγνώσεις του κειμένου, στις οποίες συμμετείχε και ο ίδιος ο Ντίκενς, καθώς βασικός του σκοπός ήταν η ιστορία να πάρει την τροπή που φαίνεται να θέλουν οι πολλοί και το κείμενο να συνεχίσει να είναι προσιτό στους πάντες. Αυτά τα 2 στοιχεία φτάνουν για να χαρακτηρίσω τον Ντίκενς Άγιο και μία από τις σημαντικότερες μορφές που πάτησαν πόδι στη Γη.
Οτι και να πω γι'αυτο το βιβλίο, θα είναι λίγο, πέντε αστέρια είναι πολύ μα πολύ λίγα, να του βάλεις! Αξίζει με το παραπάνω την κάπως τσιμπημενη τιμη του, γιατι ενας ολόκληρος κόσμος σου ανοίγεται! Τόσο πλήθος ηρώων κακών, καλών και αλλων..ξετυλίγεται αριστουργηματικά ! Μεγάλες αγάπες η Εσθερ και η φιλη της , Κλερ νομιζω με τον Ριτσαρντ! Τρια παιδια ανιδιοτελή,ενωμενα με φιλία δυνατή, larger than life! Τι άλλο να πούμε, με αυτο το βιβλίο ο Ντικενς κατοχυρωνει τον τίτλο του καλύτερου λογοτέχνη αφου κατορθώνει να αλλάξει ενα ολόκληρο δικαστικό, άδικο σύστημα! Και ο γιατρος Αλαν Γουντκορτ ενας από τους ωραιότερους , γοητευτικότερους λογοτεχνικούς χαρακτηρες, σας το συνιστω ανεπιφύλακτα, το καλυτερο του!
Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του Ζοφερού οίκου ένα όνειρο ζωής πραγματοποιείται. Χρόνια τώρα το είχα στην λίστα προς αγορά και ανάγνωση και επιτέλους τα κατάφερα. Υπέροχες περιγραφές και ατμόσφαιρα. Οι ήρωες του βιβλίου μου έγιναν γνώριμοι σαν φίλοι. Λυπήθηκα που κλείνοντας το βιβλίο τους αποχωρίζομαι αν κ είναι στα σχέδια των επόμενων ημερών να κάτσω και να δω την τηλεοπτική σειρά οπότε θα τους έχω για λίγο ακόμα συντροφιά μου. Ένα υπέροχο έργο που αν κ υπήρχαν σημεία που ο συγγραφέας επαναλαμβανόταν ή πλατείαζε δεν με ενοχλούσε καθόλου. Γενικά αναθάρρησα διαβάζοντας ένα τόσο μεγάλο κλασσικό έργο και θα βάλω πλώρη και για άλλα μέσα στην χρονιά.
Και η υπομονή εξακολουθεί να κάθεται πάνω στις πέτρες και στη μούχλα του Τσάνσερι Χολ και στις πλάκες στο μαυσωλείο του Τσέσνι Γουόλντ, όπου η αέρινη Λαίδη Ντέντλοκ συνηθίζει να παίρνει τις βόλτες της τις κρύες και μουντές νύχτες του χειμώνα Και, ευτυχία πλημμυρίζει όπου βρεθεί και όπου σταθεί η Έστερ Σάμερσον, η καλή νεραϊδα, η οπτασία, η γλυκιά ύπαρξη που κοσμεί τις σελίδες του «Ζοφερού Οίκου» aka “Bleak house”
Εντυπωσιακό. Αν μη τι άλλο αυτό το βιβλίο ΕΧΕΙ απ’ όλα! Πέραν των πολυάριθμων χαρακτήρων και των πλοκών εντός πλοκών, ο Οίκος συνδυάζει ρομάντζο με ρεαλισμό, φορμαλισμό με αστυνομικό μυστήριο, ενώ ταυτόχρονα ο τεράστιος Ντίκενς ασκεί εντονότατη κριτική στην κοινωνία και (κυρίως) τη δικαιοσύνη (έχει βάλει στο στόχαστρο το αγγλικό νομικό σύστημα και το πυροβολεί ανελέητα από την πρώτη μέχρι την τελευταία αράδα του βιβλίου. Αλλά αυτό δεν ψοφάει με τίποτα!). Πολύ προσεγμένη και καλά επιμελημένη η ελληνική έκδοση του Gutenberg- αν και η δουλειά (μετάφραση, σημειώσεις, καταπληκτικό επίμετρο, μέχρι και η βιβλιοδεσία!) των εκδόσεων Πόλις στις «Μεγάλες Προσδοκίες» του Ντίκενς μου άρεσε περισσότερο.
Ένα βιβλίο ανάλογο του μεγέθους του. 1.416 σελίδες αριστοτεχνικής γραφής. Όταν είχα πάει στο σπίτι-μουσείο του η ξεναγός μου είπε ότι τα βιβλία του στα αγγλικά είναι πολύ δύσκολα στην ανάγνωση λόγω της βικτωριανής τους γραφής. Τεχνίτης στη γλώσσα και στη πλοκή , η οποία υφαίνεται σαν ιστός αράχνης , αγγλική ειρωνεία στο μεγαλείο της για όλα τα κακώς κείμενα της τότε αγγλικής κοινωνίας, ένα βιβλίο που στηλιτεύει ανελέητα τη υψηλή κοινωνία και τις υποκρισίες της, το νομικό και κοινωνικό σύστημα με τον πιο αριστοτεχνικό τρόπο, την υπέροχη πλοκή και την ειρωνεία στην ύψιστη αισθητική της
αυτό και το αρμαντέιλ του κόλινς με γονάτισαν ίσως τα δύο βιβλία που δείχνουν όσο το δυνατόν περισσότερα καντάρια από σκιλ και από μαθητή και από δάσκαλο στο συγκεκριμένο όμως... πόσοι χαρακτήρες, πόσες παράλληλες υποθέσεις, η όλη φάση τζαρντάις και τζαρντάις, η αυτόματη ανάφλεξη... ουάου, απλά ουάου ναι, κάποιοι χαρακτήρες ίσως να είναι πιο καρικατούρα από ποτέ, μα το έχουμε συνηθίσει πια αυτό στο ντίκενς, και το γεγονός ότι μιλάμε για καστ περίπου τριάντα ατόμων αλλά τους θυμάσαι όλους τα λέει όλα α-πί-στευ-το ίσως το καλύτερο του ντίκενς που έχω διαβάσει μέχρι στιγμής
Βιβλίο που στα πρώτα δύο τρίτα που δημιουργούσε μια αμφιθυμία..Από την μια η αδιαμφισβήτητη ικανότητα του Ντίκενς να δημιουργεί φαινομενικά δαιδαλώδη αλλά στην ουσία προσεκτικά στημένα, πολυπρόσωπα μυθιστορήματα με αξιομνημόνευτους χαρακτήρες, απολαυστικά διαλογικά μέρη, καυστικό χιούμορ και διαχρονικό κοινωνικοπολιτικό σχόλιο (στην προκειμένη περίπτωση για την πανταχού παρούσα ηθελημένη αναποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος). Και από την άλλη... λίγο κάποια υπέρμετρη φλυαρία, μια υπεραναλυτικότητα περιγραφών και μια ροπή προς την έντονη δραματοποιηση μου υπενθύμιζαν ότι έχει συγγραφεί σε παλιότερες (και ξεπερασμένες) εποχές. Ευτυχώς όμως στο τελευταίο τρίτο, όταν όλα τα γρανάζια της καλοκουρδισμένης αφήγησης μπαίνουν στην θέση τους, εντείνεται το ενδιαφέρον και η απόλαυση και ανταμείβεται ο υπομονετικός αναγνώστης. Σε τελική αποτίμηση πολύ αξιόλογο και ψυχαγωγικό ανάγνωσμα, αλλά- για μένα- υποδεέστερο των Μεγάλων Προσδοκιών και της Ιστορίας Δύο Πόλεων που διάβασα στο πρόσφατο παρελθόν.
Ο Ζοφερός Οίκος είναι ένα βιβλίο που ως αναγνώστης οφείλεις να του δώσεις τον πρέποντα χρόνο για να καταφέρεις να δρασκελίσεις με τη μεγαλύτερη δυνατή προσήλωση τις πολυπληθείς σελίδες, αναφορές και γεγονότα που διαδραματίζονται- παρά τον μεγάλο όγκο του- σχεδόν καταιγιστικά! Δεν ξέρω αν είναι δυνατόν να προσεγγίσει κάποιος με λόγια ικανά την συγγραφική δεινότητα του Ντίκενς. Όσα και να πεις, όσα και να γράψεις είναι ελάχιστα μπροστά στο ταξίδι που σου χαρίζει η ανάγνωση των βιβλίων του, πόσο δε μάλλον του Ζοφερού Οίκου. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες ανοίγεται στον αναγνώστη το πορτρέτο μιας κοινωνίας ολόκληρης που ακροβατεί μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Η βικτωριανή Αγγλία στη μεγαλύτερη παρακμή της, το Λονδίνο του Ντίκενς ένα γλαφυρό μωσαϊκό εξαθλίωσης όπου πανηγυρικά κατέχουν εξέχουσα θέση η παρακμή των ηθών, η υποκρισία, η αδικία, η στατικότητα, η εξαθλίωση, ο φθόνος, ο θάνατος.. Μια κοινωνία συντηρητική και οπισθοδρομική που δεν αντιλαμβάνεται στιγμή πως πατά σε σαθρά θεμέλια και η κατάρρευση της προκειμένου να επέλθει ισορροπία στην ηθική τάξη των πραγμάτων είναι θέμα χρόνου. Η κοινωνική διαστρωμάτωση και ανισότητα στην πιο ακραία μορφή και αντίθεσή της! Από τη μια, μια άκρως υποκριτική αριστοκρατία που ζει σε λαμπρές επαύλεις αποκομμένη, αδιάφορη και απομονωμένη απ’ όσα τραγικά συμβαίνουν γύρω της. Και στον αντίποδα ακραία φτώχεια, άνθρωποι που μετά βίας επιβιώνουν, παιδιά που γνωρίζουν από νωρίς το πιο σκληρό πρόσωπο της κοινωνίας σε έναν άνισο και σκληρό αγώνα, αντιμαχόμενα τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης, με τον χρόνο να κυλά εις βάρος τους. Ερειπωμένα σπίτια και βρώμικα σοκάκια στεγάζουν την δυστυχία και την εξαθλίωση και μέσα σ’ αυτό το ζοφερό σκηνικό οι άστεγοι που έχουν καταλάβει αυτά τα σπίτια, τα υπενοικιάζουν σε άλλους, άστεγους επίσης. Η διαφθορά μεγαλουργεί και καταλαμβάνει και τις ψυχές εκείνων που δεν έχουν μυηθεί σ’ αυτήν, σκεπάζει τα πάντα με το πιο βαθύ σκοτάδι. Στο πλαίσιο όλων αυτών των δεινών από τις πρώτες κιόλας σελίδες ο Ντίκενς στηλιτεύει και ασκεί δριμύ πολεμική στην καθυστερημένη απόδοση της δικαιοσύνης και τις απαρχαιωμένες μεθόδους της, αποδίδοντας σε εκείνη τελικά τον τίτλο της μεγαλύτερης κοινωνικής αδικίας της εποχής του. Άνθρωποι που μπλέκονται στον ιστό του νόμου και χάνουν χρόνια από τη ζωή τους μέσα σ’ έναν ατέρμονο δικαστικό λαβύρινθο που αντί να αποδώσει ως οφείλει δικαιοσύνη, οδηγε�� τους εμπλεκόμενους σε έναν εξαντλητικό φαύλο κύκλο. Στις σελίδες του βιβλίου ήδη από το α’ μέρος παρελαύνουν πέραν των κεντρικών πρωταγωνιστών ένα πλήθος δευτερευόντων χαρακτήρων που ο Ντίκενς δεν τους χρησιμοποιεί απλά και μόνο για να γεμίσει τις σελίδες του πολυδαίδαλου μυθιστορήματός του, μα τους αναλύει ποικιλοτρόπως, τους αποσύρει και τους επαναφέρει όταν είναι και πάλι χρήσιμοι στην πλοκή. Συστήνει στον αναγνώστη μια πυκνή ανθρωπογεωγραφία και ξετυλίγει βήμα βήμα το κουβάρι της ζωής των προσώπων του. Η μοίρα πλέκει τον ιστό της γύρω από τις ζωές ανθρώπων που φαινομενικά δεν τους συνδέει τίποτα και μένει να ανακαλύψει ο αναγνώστης τη σύνδεση αυτή στο δεύτερο και τελευταίο μέρος του βιβλίου. Ως προς τον τρόπο αφήγησης επιλέγει τον παντογνώστη αφηγητή που κοινωνεί στον αναγνώστη όσα έγιναν στο παρελθόν χρησιμοποιώντας συχνά την μέθοδο της “αποστροφής”, απευθυνόμενος δηλαδή σε εκείνον και προσδίδοντας έτσι μεγαλύτερη ζωντάνια στην γραφή, δίνοντας με τον πιο εύστοχο τρόπο έναν ιδιότυπο ρόλο συμμετοχής και σε εκείνον που διαβάζει το μυθιστόρημα. Συνδυαστικά με τον αφηγητή εναλλάσσεται και η αφήγηση του κεντρικού προσώπου του βιβλίου, της Έστερ που ενημερώνει τον αναγνώστη για τα τεκταινόμενα του παρόντος. Η αφήγηση δεν διακόπτεται επ’ ουδενί λόγω της εναλλαγής παρελθόντος- παρόντος και έχει μια αξιοζήλευτη δομή και συνέπεια χωρίς χάσματα και αφηγηματικά κενά. Μοναδική είναι και η αποτύπωση του φυσικού περιβάλλοντος και των ιδιαίτερων καιρικών συνθηκών που επικρατούν στο Λονδίνο, τα περίχωρά του και την αγγλική εξοχή. Είναι σχεδόν ποιητική η αναφορά του Ντίκενς σε αυτά και η περιγραφή τους κατέχει εξέχουσα θέση στο μυθιστόρημα. Ο Ζοφερός Οίκος επισφραγίζεται με την διακριτική, αλλά δυναμική παρουσία της λεπτής ειρωνείας του συγγραφέα, που γίνεται φανερή και στις απαραίτητες μόνο δόσεις, χωρίς στιγμή να αποβαίνει εις βάρος της αληθοφάνειας και της έκθεσης των γεγονότων. Ο Ντίκενς με το έργο του αυτό αποδεικνύει την μεγάλη του αγάπη και στους σκοτεινούς, απόμακρους ανθρώπους, σε εκείνους που βασανίζονται και φέρουν μυστικά και λάθη, έχοντας όμως ακλόνητη πίστη πως όταν όλα θα έχουν τελειώσει, το φως θα θριαμβεύσει στις ψυχές των ηρώων του..
Whew, this first part of one of Mr. Dickens’s masterpieces was a tough read. Not because I had to slog through it, but because it felt so overwhelming regarding the obstacles the characters had to face in their lives. Nevertheless, I had to force myself to devote time to my other reads, because, well, it’s Dickens. Once you get going with him, it is very difficult to stop.
In this first volume, we get introduced to most of the characters who make up this very bleak environment. The novel revolves around a fictional judicial case, entitled, Jarndyce v Jarndyce. Everyone seems to be involved because the case pertains to a large inheritance, although the proceedings have dragged on for generations. As is usual with Dickens, people seem to intersect each other’s lives with more than coincidence, so that the reader knows that one supporting character will soon be related to another supporting character. But it’s Jo, a young street sweeper, who captured my attention. Forced to live on the street in rags, always shivering with cold, I wanted to reach through the pages and give him a blankie and a safe place to sleep. As the first volume comes to an end, it’s the fate of Jo that makes reading the next volume imperative.
I won’t go into a long-winded review of this book, because so much has already been written about it by brighter minds than mine. However, I must note the atmosphere that permeates the pages, as though my book would fall apart in mildew. London is foggy and wet and moldy in this work, so there is a sense of pressure I felt as someone who lives in sun and aridness. No wonder it’s “bleak”. OK, on to the final volume.
Ίσως κάποιοι χαρακτήρες να είναι ιδιαίτερα αγγελικοι για είναι αληθινοί, αλλά η τέχνη της συγγραφής δεν οφείλει να είναι ρεαλιστική, επιτρέπεται να αγγίζει και την ουτοπία. Πολύ ωραία γραφή, με ενδιαφέρουσα πλοκή και βέβαια τον αναμενόμενο σχολιασμό για τις κοινωνικές αδικίες, το δικαστικό σύστημα, τους επαγγελματίες φιλανθρωπους, την βία, την εξουσία και ανά διαστήματα ειρωνεία που τσακίζει. Δεν λείπει η συγκίνηση φυσικά και η αίσθηση της κάθαρσης στο τέλος.
“Δεν πρόκειται απλώς για ένα σπουδαίο βικτοριανό μυθιστόρημα, έναν σχολιασμό της κοινωνίας και μια σάτιρα του δικαστικού συστήματος. Είναι επίσης ένα ρομάντζο, ένα μελόδραμα, μια από τις πρώτες αστυνομικές ιστορίες στην αγγλική λογοτεχνία, ένα κοινωνικό έπος μεγάλης κλίμακας, καθώς και το πιο ευρηματικό έργο του.”
Κλασικό, αναμφισβήτητα. Πολυπρόσωπο μυθιστόρημα με τον Ντίκενς να θίγει και να καυτηριάζει τα κακώς κείμενα της εποχής του μέσα από καταστάσεις και χαρακτήρες. Θεωρώ ότι θα μπορούσε να μην έχει τόσες πολλές σελίδες και ότι κάποιοι ήρωες, όπως ο Σκίμπολ, δεν προσφέρουν κάτι ουσιώδες ούτε πλοκή ούτε και στα μηνύματα που θέλει να περάσει.
I'm really enjoying classics this year. The writing is just so good! A little dull at times of course, but I've found the audiobook really helpful for that.
Also, Richard’s use of girl math cracks me up. Dickens would strike so much shame into the TikTok girlies hearts 😂 (please be responsible with your money ladies)