Το συγκεκριμένο εισαγωγικό εγχειρίδιο το διάβασα αφού είχα διαβάσει την «Εισαγωγή στη θεωρία της λογοτεχνίας» του Eagleton και, θέλοντας και μη, η σύγκρισή τους μου ερχόταν στο μυαλό συνεχώς κατά την ανάγνωση του Hawthorn.
«Το βιβλίο αυτό […] είναι μια εισαγωγή στα βασικά θέματα και ζητήματα της θεωρίας της λογοτεχνίας, με τέτοιο τρόπο ώστε να συνδέεται επαρκώς με την αναγνωστική εμπειρία των λογοτεχνικών κειμένων, διαφωτίζοντάς την. Για τον λόγο αυτό, πραγματεύεται λιγότερο τις απόψεις των διαφόρων κριτικών σχολών, και περισσότερο τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι κριτικοί της λογοτεχνίας από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας». Αυτό αναφέρεται στο εσωτερικό του βιβλίου. Πράγματι λοιπόν, δεν ασχολείται με τις «απόψεις των διαφόρων κριτικών σχολών» αλλά οργανώνει το υλικό σε κεφάλαια - γενικές ενότητες με τίτλους όπως «Το λογοτεχνικό κείμενο», «Γένεσις», «Αναφορικότητα και μυθοπλασία» κ.λπ. Αποτέλεσμα είναι να δημιουργεί μια σούπα υπό μορφή ελεύθερου δοκιμίου. Επίσης, το να μην ακολουθήσει μια ιστορικού-εξελικτικού τύπου παρουσίαση των θεωρητικών περί λογοτεχνίας σχολών, καθιστά εν πολλοίς το βιβλίο ανούσιο, αφού του αφαιρεί την τεκμηρίωση και τη δυνατότητα στον αναγνώστη να ανατρέξει σε άλλα θεωρητικά έργα και να εμβαθύνει σε αυτά που τον ενδιαφέρουν. Ο αναγνώστης δεν μπορεί να πιαστεί από ένα όνομα –για παράδειγμα- και να αναζητήσει κάτι σχετικό σε άλλα θεωρητικά βιβλία. Επίσης, νομίζω ότι τα παραδείγματα λογοτεχνικών έργων και συγγραφέων που χρησιμοποιούνται και τα οποία συχνά επανέρχονται, δεν είναι πολύ εύστοχα/βοηθητικά για τον έλληνα αναγνώστη, αλλά αυτό είναι αναμενόμενο σε ένα βιβλίο γραμμένο από καθηγητή της νεότερης βρετανικής λογοτεχνίας.
Το μεγάλο σοκ κατά την ανάγνωση του παρόντος εγχειριδίου ήταν η μετάφραση και η επιμέλεια του κειμένου. Καταρχάς, δεν μου αρέσει η μεταγραφή των ξένων ονομάτων στην ελληνική. Το πρόβλημά μου δεν είναι απλώς αισθητικό, αλλά και πρακτικό: κακά τα ψέματα, βιβλία εισαγωγικά στη θεωρία της λογοτεχνίας θα διαβάσει κάποιος που τον ενδιαφέρει το αντικείμενο και πολύ πιθανό να θελήσει να διαβάσει και άλλα θεωρητικά βιβλία. Η εξοικείωση του αναγνώστη με μεγάλα ονόματα της θεωρίας είναι κατ’ εμέ πολύ βασική. Εφόσον υπάρχει στο τέλος του βιβλίου ευρετήριο κύριων ονομάτων, θα μπορούσε να παραμείνει στο κύριο σώμα της εργασίας το πρωτότυπο όνομα του μελετητή/συγγραφέα. Επίσης, είχα την εντύπωση ότι ο Wolfgang Iser, καθότι Γερμανός, έπρεπε να αποδοθεί ως «Ίζερ» και όχι ως «Άιζερ». Αλλά ας είναι. Οι ρώσοι φορμαλιστές έχουν κάνει λόγο για αυτό που στην ελληνική βιβλιογραφία αποδίδεται πάντα ως «ανοικείωση». Πώς και από πού προέκυψε η «αποεξοικείωση» (σ. 178) δεν ξέρω. Βέβαια, υπέθεσα ότι η μεταφράστρια δεν έχει κάποια σχέση με τον χώρο της φιλολογίας και της θεωρίας της λογοτεχνίας και συνεπώς θα μπορούσαν –ίσως- να δικαιολογηθούν αυτά και κάποια ακόμα σφάλματα.
Δύσκολο βιβλίο, μεστό και με απαιτήσεις. Γενικά, όμως, δίνει μια καλή εξήγηση για το κείμενο και τι κρύβεται πίσω από το μυαλό ενός συγγραφέα, όταν θέλει πραγματικά να γράψει.